- ἀκέρδεια
- ᾰκέρδεια1 lack of profit, no gain
ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀκερδείᾳ — ἀκερδείᾱͅ , ἀκέρδεια want of gain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέρδεια — ἀκέρδεια, η (Α) [ἀκερδής] η έλλειψη κέρδους, η ζημιά … Dictionary of Greek
ἀκέρδεια — want of gain fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκερδείας — ἀκερδείᾱς , ἀκέρδεια want of gain fem acc pl ἀκερδείᾱς , ἀκέρδεια want of gain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέρδειαν — ἀκέρδεια want of gain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακερδής — ές (Α ἀκερδής) αυτός που δεν φέρνει κέρδος «ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d) αρχ. 1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1) 2. ἀκερδῶς επίρρ. χωρίς κέρδος, δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. +… … Dictionary of Greek
ακερδία — ἀκερδία, η (Μ) [ἄκερδος] η ακέρδεια … Dictionary of Greek